Γυμνή όπως τίποτα, στο πλάι σου κρυφά
κι αν πίστευα, πώς πίστεψα για μας
στο χάδι του που έγινε κισσός και σκιά,
που κράτησε, πώς κράτησε τον κόσμο για μας.
Θα πάρει απόψε το παιδί, θα `ρθει ξανά
μπορεί να μην έχει τι να πει μα πώς θα γελά
στο χρόνο που τρέχει, που ακίνητος γέρνει για μας.
Στο όπλο που διάλεξα ρωγμή και σοδιά
κι ας γνώριζα, πώς γνώρισα για μας
στον πόνο του που έμεινε στεγνή αγκαλιά
που φώτισε, πώς φώτισε το σώμα για μας
|
Gimní ópos típota, sto plái su krifá
ki an písteva, pós pístepsa gia mas
sto chádi tu pu égine kissós ke skiá,
pu krátise, pós krátise ton kósmo gia mas.
Tha pári apópse to pedí, tha `rthi ksaná
bori na min échi ti na pi ma pós tha gelá
sto chróno pu tréchi, pu akínitos gérni gia mas.
Sto óplo pu diáleksa rogmí ke sodiá
ki as gnóriza, pós gnórisa gia mas
ston póno tu pu émine stegní agkaliá
pu fótise, pós fótise to sóma gia mas
|