Στην πόλη απόψε βρέχει τ’ όνομά σου
τα βήματά σου δεν τ’ ακούω πια
ποτάμι μες στους δρόμους τ’ όνομά σου
σκεπάζει τη ζωή μου σαν σκιά.
Τετάρτη βράδυ, απολυτήριο και τρένο
και να σε κρύβει ένα παράθυρο θαμπό
Τετάρτη βράδυ είναι το σπίτι μου πιο ξένο
στέκομαι απ’ έξω και δε θέλω πια να μπω.
Στην πόλη απόψε βρέχει σαν και τότε
είν’ η ζωή μου ένα παράπονο πικρό
σε σκέφτομαι μονάχο από τότε
μέσα σ’ ομίχλη και μαντίλια στο σταθμό.
|
Stin póli apópse vréchi t’ ónomá su
ta vímatá su den t’ akuo pia
potámi mes stus drómus t’ ónomá su
skepázi ti zoí mu san skiá.
Tetárti vrádi, apolitírio ke tréno
ke na se krívi éna paráthiro thabó
Tetárti vrádi ine to spíti mu pio kséno
stékome ap’ ékso ke de thélo pia na bo.
Stin póli apópse vréchi san ke tóte
in’ i zoí mu éna parápono pikró
se skéftome monácho apó tóte
mésa s’ omíchli ke mantília sto stathmó.
|