Η καρδιά μου πονά, έχω αντέξει πολλά,
τις πληγές μου μετρώ τόσα χρόνια μετά,
έπεσα στη φωτιά, στον αέρα ξανά
περπατώντας ανοίγω τους δρόμους που πάω.
Πως δε χάθηκα εγώ είναι θαύμα που ζω
στο Θεό, στο Θεό τη ζωή μου χρωστάω,
μια καινούργια αρχή έρχεται να με βρει
πίσω δε θέλω πια να κοιτάω,
πως δε χάθηκα εγώ.
Μια αγάπη παλιά μου ‘ριξε μαχαιριά
τις γυναίκες φοβάμαι μα έμαθα πια,
δε θα φύγω από `δω, δίπλα σου θα σταθώ
για ταξίδι ξανά μόνος δεν ξεκινάω.
Πως δε χάθηκα εγώ είναι θαύμα που ζω
στο Θεό, στο Θεό τη ζωή μου χρωστάω,
μια καινούργια αρχή έρχεται να με βρει
πίσω δε θέλω πια να κοιτάω,
πίσω δε θέλω πια να κοιτάω.
|
I kardiá mu poná, écho antéksi pollá,
tis pligés mu metró tósa chrónia metá,
épesa sti fotiá, ston aéra ksaná
perpatóntas anigo tus drómus pu páo.
Pos de cháthika egó ine thafma pu zo
sto Theó, sto Theó ti zoí mu chrostáo,
mia kenurgia archí érchete na me vri
píso de thélo pia na kitáo,
pos de cháthika egó.
Mia agápi paliá mu ‘rikse macheriá
tis ginekes fováme ma ématha pia,
de tha fígo apó `do, dípla su tha stathó
gia taksídi ksaná mónos den ksekináo.
Pos de cháthika egó ine thafma pu zo
sto Theó, sto Theó ti zoí mu chrostáo,
mia kenurgia archí érchete na me vri
píso de thélo pia na kitáo,
píso de thélo pia na kitáo.
|