Ήτανε Θεέ μου γλυκιά σαν την άνοιξη
κι όλα ανθίζανε
Άναβαν φώτα τρελά που δε σβήνανε
κι όλα γυρίζανε
Τώρα πέφτει η νυχτιά γιατί έφυγε
κι όλα σκοτείνιασαν
Είν’ η πόλη μια παγωμένη σκιά
κι όλα ένα τίποτα
Και την θέλω Θεέ μου αχ πόσο
όσο θέλει η ζωή του ήλιου το φως
Και την θέλω Θεέ μου αχ πόσο
τα λόγια μικρά να στο πω
Όταν Θεέ μου αυτή ήταν πλάι μου
όλα ξημέρωναν
έρχονταν ήλιοι μικροί στο περβάζι μου
το φως τους έριχναν
Μα όταν Θεέ μου αυτή μ’ άλλον έφυγε
όλα νυχτώσανε
Κι όλοι οι ήλιοι αυτοί βιασμένες σκιές
κι όλα ένα τίποτα
|
Ήtane Theé mu glikiá san tin ániksi
ki óla anthízane
Άnavan fóta trelá pu de svínane
ki óla girízane
Tóra péfti i nichtiá giatí éfige
ki óla skotiniasan
In’ i póli mia pagoméni skiá
ki óla éna típota
Ke tin thélo Theé mu ach póso
óso théli i zoí tu íliu to fos
Ke tin thélo Theé mu ach póso
ta lógia mikrá na sto po
Όtan Theé mu aftí ítan plái mu
óla ksiméronan
érchontan ílii mikri sto pervázi mu
to fos tus érichnan
Ma ótan Theé mu aftí m’ állon éfige
óla nichtósane
Ki óli i ílii afti viasménes skiés
ki óla éna típota
|