Ψάχνω μες σε κλειδωμένα συρτάρια,
ψάχνω μέσα σε ξεχασμένες κασέλες,
ψάχνω μέσα στα μάτια μου,
σαν μοναξιά ψηλού βουνού,
σαν ρίζα εκατόχρονου δέντρου,
σαν αγέρας παλιός, πελαγίσιος,
ο καιρός που σ’ αγαπώ ίδιος.
Κορίτσι της θάλασσας που γελά,
ο σημερινός, ο αυριανός,
δεν μπορεί, κάποιος ήλιος
ταξιδευτής θα σε φέρει,
αλτάνα με τα είκοσι γαρύφαλλα
σε κάποιον ήλιο θα σε κερδίσω,
θα σε κερδίσω.
Ο καιρός που σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, ξεκινά
μέσα από τα Κρητικά περβόλια,
αγκαλιασμένος με γαρύφαλλα,
τραγουδημένος με μαντινάδες,
ξεκινά μέσα από τα πρώτα πετράδια
ζωγραφισμένος με πράσινα
και κίτρινα χρώματα.
|
Psáchno mes se klidoména sirtária,
psáchno mésa se ksechasménes kaséles,
psáchno mésa sta mátia mu,
san monaksiá psilu vunu,
san ríza ekatóchronu déntru,
san agéras paliós, pelagisios,
o kerós pu s’ agapó ídios.
Korítsi tis thálassas pu gelá,
o simerinós, o avrianós,
den bori, kápios ílios
taksideftís tha se féri,
altána me ta ikosi garífalla
se kápion ílio tha se kerdíso,
tha se kerdíso.
O kerós pu s’ agapó, s’ agapó, ksekiná
mésa apó ta Kritiká pervólia,
agkaliasménos me garífalla,
tragudiménos me mantinádes,
ksekiná mésa apó ta próta petrádia
zografisménos me prásina
ke kítrina chrómata.
|