Σαν την ομίχλη ξαφνικά με συντροφιά ένα αντίο
ήρθες και μ’ άγγιξε ξανά της μοναξιάς το κρύο
Μαύρες σκιές και σύννεφα θόλωσαν το μυαλό μου
και ένας Βαρδάρης θάνατος τρόμαξε το όνειρο μου
Θα το μετανιώσεις θα δεις
σταγόνες είμαστε πια βροχής
στης μοναξιάς τον άνεμο θα διαλυθείς
Όπου και να ‘σαι θα πονάς να το θυμάσαι
χωρίς εμένα θα σαι μείον στο κενό
δε θα μιλάς, δε θα γελάς, δε θα κοιμάσαι
γιατί ανάσα της καρδιάς σου είμαι εγώ
Δυο μεθυσμένοι ουρανοί, δυο έρωτες ξενύχτες
γίνανε σκόνη από την στιγμή “θα φύγω” όταν μου είπες
Μαύρες σκιές και σύννεφα θόλωσαν το μυαλό μου
και ένας βαρδάρης θάνατος τρόμαξε το όνειρο μου
|
San tin omíchli ksafniká me sintrofiá éna antío
írthes ke m’ ángikse ksaná tis monaksiás to krío
Mavres skiés ke sínnefa thólosan to mialó mu
ke énas Oardáris thánatos trómakse to óniro mu
Tha to metaniósis tha dis
stagónes imaste pia vrochís
stis monaksiás ton ánemo tha dialithis
Όpu ke na ‘se tha ponás na to thimáse
chorís eména tha se mion sto kenó
de tha milás, de tha gelás, de tha kimáse
giatí anása tis kardiás su ime egó
Dio methisméni urani, dio érotes kseníchtes
ginane skóni apó tin stigmí “tha fígo” ótan mu ipes
Mavres skiés ke sínnefa thólosan to mialó mu
ke énas vardáris thánatos trómakse to óniro mu
|