Το γελεκάκι που φορείς,
κάποια λατέρνα παίζει
και ο Σμυρνιός ο σεβνταλής, ο σεβνταλής,
χορεύει στο τραπέζι.
Ωχ, λατέρνα παινεμμένη, με κορδέλες στολισμένη,
με καθρέφτες και με χάντρες θαλασσιές,
παίξε απόψε που πονάω, η κοπέλα π’ αγαπάω
δεν εβγήκε στο παράθυρό μου εψές.
Τον Μήτσο τον λατερνατζή
κέρασε, ταβερνιάρη,
κι άμα, γλυκά μερακλωθεί, μερακλωθεί,
το ντέφι του θα πάρει.
Ωχ, λατέρνα παινεμμένη, με κορδέλες στολισμένη,
με καθρέφτες και με χάντρες θαλασσιές,
παίξε απόψε που πονάω, η κοπέλα π’ αγαπάω
δεν εβγήκε στο παράθυρό μου εψές.
|
To gelekáki pu foris,
kápia latérna pezi
ke o Smirniós o sevntalís, o sevntalís,
chorevi sto trapézi.
Och, latérna penemméni, me kordéles stolisméni,
me kathréftes ke me chántres thalassiés,
pekse apópse pu ponáo, i kopéla p’ agapáo
den evgíke sto paráthiró mu epsés.
Ton Mítso ton laternatzí
kérase, taverniári,
ki áma, gliká meraklothi, meraklothi,
to ntéfi tu tha pári.
Och, latérna penemméni, me kordéles stolisméni,
me kathréftes ke me chántres thalassiés,
pekse apópse pu ponáo, i kopéla p’ agapáo
den evgíke sto paráthiró mu epsés.
|