Ό, τι στ’ αλήθεια χάνουμε, στα ψεύτικα το ζούμε
μες στου μυαλού τη θύελλα, εκεί στα σκοτεινά,
κόβοντας όλα τα σκοινιά που μας κρατούν στο χώμα,
που μας κρατούν και στη φωτιά δεν πέσαμε ακόμα.
Πίσω απ’ την πόρτα ξεδιψούν με λάβδανο οι ψυχές μας.
Τις αμαρτίες, μια ζωή, τις τρέφουν οι πληγές.
Αλαφρογέρνοντας γλυκά στου ύπνου το κοπίδι
μια ανάσα ξετυλίγεται μες στα στενά μας χείλη.
Κι έπειτα, λίγο πριν φανεί του ορίζοντα το βάθος,
στου χρόνου μας την εκπνοή, στη λάθος μοιρασιά,
τα χέρια τείνουμε άγκιστρα, τα χέρια που θεριέψαν,
να ψηλαφήσουν μια στιγμή εκείνα που ζηλέψαν.
|
Ό, ti st’ alíthia chánume, sta pseftika to zume
mes stu mialu ti thíella, eki sta skotiná,
kóvontas óla ta skiniá pu mas kratun sto chóma,
pu mas kratun ke sti fotiá den pésame akóma.
Píso ap’ tin pórta ksedipsun me lávdano i psichés mas.
Tis amartíes, mia zoí, tis tréfun i pligés.
Alafrogérnontas gliká stu ípnu to kopídi
mia anása ksetilígete mes sta stená mas chili.
Ki épita, lígo prin fani tu orízonta to váthos,
stu chrónu mas tin ekpnoí, sti láthos mirasiá,
ta chéria tinume ágkistra, ta chéria pu theriépsan,
na psilafísun mia stigmí ekina pu zilépsan.
|