Έχω κουραστεί να μένω
τόσα βράδια μες στο σπίτι
και στους τοίχους να μιλάω
για εκείνη που μου λείπει.
Θέλω απόψε ν’ αλητέψω
και ν’ αργήσω να επιστρέψω,
και να μοιραστώ με άλλους
τους καημούς μου τους μεγάλους.
Άλλα δάκρυα δεν έχω,
μου `χουν τώρα πια τελειώσει,
θέλω πια να σε ξεχάσω,
αρκετά σ’ έχω πληρώσει.
Θέλω απόψε ν’ αλητέψω
και ν’ αργήσω να επιστρέψω,
και να μοιραστώ με άλλους
τους καημούς μου τους μεγάλους.
|
Έcho kurasti na méno
tósa vrádia mes sto spíti
ke stus tichus na miláo
gia ekini pu mu lipi.
Thélo apópse n’ alitépso
ke n’ argíso na epistrépso,
ke na mirastó me állus
tus kaimus mu tus megálus.
Άlla dákria den écho,
mu `chun tóra pia teliósi,
thélo pia na se ksecháso,
arketá s’ écho plirósi.
Thélo apópse n’ alitépso
ke n’ argíso na epistrépso,
ke na mirastó me állus
tus kaimus mu tus megálus.
|