Ποια είν’ η μάνα που πονά
κι αναστενάζουν τα βουνά,
είναι η μάνα του μετανάστη
που κλαίει πάλι σήμερα
και σαν φωτιά τα δάκρυά της
λυγίζουνε τα σίδερα.
Μήπως φταίει η κοινωνία,
πέστε μου ποιος φταίει, ποιος,
φταίει η φτώχεια, φταίει η μοίρα
ή ο κόσμος ο κακός,
που ‘φυγαν παιδιά χιλιάδες
και πονάνε οι μανάδες.
Σαν τη φωλιά χωρίς πουλιά
της μάνας μοιάζει η αγκαλιά,
χωριά και πόλεις έχουν ρημάξει,
χιλιάδες σπίτια κλείσανε,
στην Γερμανία, στην Αυστραλία
τα νιάτα μας σκορπίσανε.
Μήπως φταίει η κοινωνία,
πέστε μου ποιος φταίει, ποιος,
φταίει η φτώχεια, φταίει η μοίρα
ή ο κόσμος ο κακός,
που ‘φυγαν παιδιά χιλιάδες
και πονάνε οι μανάδες.
Και μιας κοπέλας η καρδιά
δεν βρίσκει πια παρηγοριά,
είναι η κοπέλα του μετανάστη,
αυτή που τον αγάπησε,
τώρα κλαμμένη τον περιμένει,
τον όρκο της δεν πάτησε.
|
Pia in’ i mána pu poná
ki anastenázun ta vuná,
ine i mána tu metanásti
pu klei páli símera
ke san fotiá ta dákriá tis
ligizune ta sídera.
Mípos ftei i kinonía,
péste mu pios ftei, pios,
ftei i ftóchia, ftei i mira
í o kósmos o kakós,
pu ‘figan pediá chiliádes
ke ponáne i manádes.
San ti foliá chorís puliá
tis mánas miázi i agkaliá,
choriá ke pólis échun rimáksi,
chiliádes spítia klisane,
stin Germanía, stin Afstralía
ta niáta mas skorpísane.
Mípos ftei i kinonía,
péste mu pios ftei, pios,
ftei i ftóchia, ftei i mira
í o kósmos o kakós,
pu ‘figan pediá chiliádes
ke ponáne i manádes.
Ke mias kopélas i kardiá
den vríski pia parigoriá,
ine i kopéla tu metanásti,
aftí pu ton agápise,
tóra klamméni ton periméni,
ton órko tis den pátise.
|