Πήρα παγανιά του κόσμου τα σοκάκια
μα δε σε βρήκα, φως μου, πάλι πουθενά,
έπιασ’ η βροχή και θόλωσαν τα μάτια
μα δε με νοιάζει, έχει μάτια η καρδιά.
Θέλω να σε δω να σου μιλήσω
μα φοβάμαι κουβέντα δε θα πω,
είσαι το κρασί που θα μεθύσω
κι είμ’ εγώ το ποτήρι τ’ αδειανό.
Έπεσε η μέρα κι ήρθε να βραδιάζει
μα πού να βρω γωνιά απόψε να σταθώ,
όσο θα `μαι έτσι, ο πόνος θα γιορτάζει
μα δε με νοιάζει, φτάνει μόνο να σε δω.
|
Píra paganiá tu kósmu ta sokákia
ma de se vríka, fos mu, páli puthená,
épias’ i vrochí ke thólosan ta mátia
ma de me niázi, échi mátia i kardiá.
Thélo na se do na su milíso
ma fováme kuvénta de tha po,
ise to krasí pu tha methíso
ki im’ egó to potíri t’ adianó.
Έpese i méra ki írthe na vradiázi
ma pu na vro goniá apópse na stathó,
óso tha `me étsi, o pónos tha giortázi
ma de me niázi, ftáni móno na se do.
|