Μια μέλισσα καθώς μπαινόβγαινε
στα άνθη του κάμπου, είδε έναν άγγελο
να κάθεται στη σκιά του πεύκου
λευκοντυμένος, με μακριά μαύρα μαλλιά.
Είσαι ένας άγγελος του Θεού;
Είμαι ένας άγγελος του Θεού.
Και είσαι αγόρι ή κορίτσι;
Δεν είμαι, είπεν ο άγγελος
και γύρισε αλλού το κεφάλι.
Ούτε κι εγώ είμαι, όμως θέλω να σε ρωτήσω
εκεί στους ουρανούς που γυρνάς,
τον έρωτα τον έχεις δει; Πώς είναι;
Ένας κλέφτης από σένα πήρε το κεντρί
και το μέλι,
κι από μένα τα φτερά, μέλισσά μου !
|
Mia mélissa kathós benóvgene
sta ánthi tu kábu, ide énan ángelo
na káthete sti skiá tu pefku
lefkontiménos, me makriá mavra malliá.
Ise énas ángelos tu Theu;
Ime énas ángelos tu Theu.
Ke ise agóri í korítsi;
Den ime, ipen o ángelos
ke girise allu to kefáli.
Oíte ki egó ime, ómos thélo na se rotíso
eki stus uranus pu girnás,
ton érota ton échis di; Pós ine;
Έnas kléftis apó séna píre to kentrí
ke to méli,
ki apó ména ta fterá, mélissá mu !
|