Παίρνεις τα cheeseburgers, στο δίσκο τ’ακουμπάς,
«χίλιες πενήντα» λες, κι απόδειξη μου δίνεις.
Τις τρεις τις μπύρες βλέπεις και κρυφογελάς,
«μη μου μεθύσεις» συμπληρώνεις, και μ’ αφήνεις.
Στο πάσο κάθομαι, σε βλέπω να κοιτάς
απ’ τον καθρέφτη της απέναντι κολόνας.
Μισή ωρίτσα μένει ακόμα και σχολάς,
μισή ωρίτσα, αλλά μου φαίνεται αιώνας.
Θέλω το κορμί σου,
θέλω το κορμί σου
εγώ θέλω εσένα.
Θέλω το κορμί σου,
θέλω το κορμί σου,
να γινόμαστ’ ένα.
Τελειώνει η τρίτη μπύρα δώδεκα ακριβώς,
στη πίσω πόρτα πας και βγαίνω στο σκοτάδι.
Θα σε αγγίξω πάλι και θ’αστράψει φως,
θα σε χαϊδέψω με το πιο γλυκό μου χάδι.
Πάλι θα βιάζεσαι στο σπίτι σου να πας,
θα ξαναπείς πως πουθενά αυτό δε βγάζει.
Τα κάνεις δύσκολα, κι όμως ξαναγυρνάς
γιατί η φωνούλα της καρδούλας σου φωνάζει.
|
Pernis ta cheeseburgers, sto dísko t’akubás,
«chílies penínta» les, ki apódiksi mu dínis.
Tis tris tis bíres vlépis ke krifogelás,
«mi mu methísis» siblirónis, ke m’ afínis.
Sto páso káthome, se vlépo na kitás
ap’ ton kathréfti tis apénanti kolónas.
Misí orítsa méni akóma ke scholás,
misí orítsa, allá mu fenete eónas.
Thélo to kormí su,
thélo to kormí su
egó thélo eséna.
Thélo to kormí su,
thélo to kormí su,
na ginómast’ éna.
Telióni i tríti bíra dódeka akrivós,
sti píso pórta pas ke vgeno sto skotádi.
Tha se angikso páli ke th’astrápsi fos,
tha se chaidépso me to pio glikó mu chádi.
Páli tha viázese sto spíti su na pas,
tha ksanapis pos puthená aftó de vgázi.
Ta kánis dískola, ki ómos ksanagirnás
giatí i fonula tis kardulas su fonázi.
|