Την Παρασκευή το βράδυ, Παναΐτσα μου,
μου ετοίμασες με δάκρυα την βαλίτσα μου.
Δε θέλαν ορισμένοι να ζούμε αγαπημένοι.
Μια ευτυχία γκρέμισε και μια βαλίτσα γέμισε
με καημούς, με αναμνήσεις και με βάσανα.
Έλα πόνε, έλα χάρε,
δυο δυστυχισμένους πάρε,
που τους χώρισε η ζωή.
Και στον άλλο κόσμο ίσως
το ανθρώπινο το μίσος
να μη φτάνει ως εκεί.
Την Παρασκευή το βράδυ, Παναΐτσα μου,
κεραυνό να είχες ρίξει στην φωλίτσα μου.
Να ’καιγες το όνειρό μας και μας μαζί τους δυο μας.
Οι άνθρωποι νομίσανε ότι παρανομήσαμε
και τον όμορφο δεσμό μας πολεμήσανε.
Έλα πόνε, έλα χάρε,
δυο δυστυχισμένους πάρε,
που τους χώρισε η ζωή.
Και στον άλλο κόσμο ίσως
το ανθρώπινο το μίσος
να μη φτάνει ως εκεί.
|
Tin Paraskeví to vrádi, Panaΐtsa mu,
mu etimases me dákria tin valítsa mu.
De thélan orisméni na zume agapiméni.
Mia eftichía gkrémise ke mia valítsa gémise
me kaimus, me anamnísis ke me vásana.
Έla póne, éla cháre,
dio distichisménus páre,
pu tus chórise i zoí.
Ke ston állo kósmo ísos
to anthrópino to mísos
na mi ftáni os eki.
Tin Paraskeví to vrádi, Panaΐtsa mu,
keravnó na iches ríksi stin folítsa mu.
Na ’keges to óniró mas ke mas mazí tus dio mas.
I ánthropi nomísane óti paranomísame
ke ton ómorfo desmó mas polemísane.
Έla póne, éla cháre,
dio distichisménus páre,
pu tus chórise i zoí.
Ke ston állo kósmo ísos
to anthrópino to mísos
na mi ftáni os eki.
|