Την ώρα που κοιμόσουνα,
νομίζω πως σχημάτισες
στα μάτια τη μορφή μου.
Μου είπες είναι όμορφα
σαν τότε που με κέρδισες,
σαν τότε που με διάλεξες
και μπήκες στη ζωή μου.
Όλα τα κατάλαβες,
όλα τα κατάλαβες,
η νύχτα έξω έφευγε
και ξύπνησες μαζί μου.
Την ώρα που κοιμόσουνα,
νομίζω πως σχημάτισες
στα χείλια τ’ όνομά μου
σε κοίταξα, δε μίλαγες
και μέσα σ’ ένα όνειρο
ατέλειωτο κι ολόφωτο
σε έκανα δικιά μου.
Όλα τα κατάλαβες,
όλα τα κατάλαβες,
η νύχτα έξω έφευγε
και ξύπνησες κοντά μου
|
Tin óra pu kimósuna,
nomízo pos schimátises
sta mátia ti morfí mu.
Mu ipes ine ómorfa
san tóte pu me kérdises,
san tóte pu me diálekses
ke bíkes sti zoí mu.
Όla ta katálaves,
óla ta katálaves,
i níchta ékso éfevge
ke ksípnises mazí mu.
Tin óra pu kimósuna,
nomízo pos schimátises
sta chilia t’ ónomá mu
se kitaksa, de mílages
ke mésa s’ éna óniro
atélioto ki olófoto
se ékana dikiá mu.
Όla ta katálaves,
óla ta katálaves,
i níchta ékso éfevge
ke ksípnises kontá mu
|