Ξημέρωσε και σκέφτομαι συνέχεια εσένα
το τσιγάρο είναι σβησμένο κι όμως βγαίνουνε καπνοί
το δωμάτιο μιλάει και φωνάζει πάλι εσένα
κάποιο πόνο μαρτυράει της αλήθειας μια πληγή
Είσαι πουθενά; είσαι πουθενά;
Και θολώνει η ματιά απ’ τα δάκρυά μου
και θολώνει η ματιά στα ξαφνικά
αχ και να `σουνα εδώ πάλι κοντά μου
μα πουθενά είσαι μακριά
Βράδιασε και σκέφτομαι συνέχεια εσένα
τα χέρια ιδρωμένα κι ο καφές μου είναι πικρός
κι αν έκλαψα κι αν πόνεσες δεν είσαι εδώ με μένα
κι αν περιμένω είναι ο χρόνος μου κενός
Και θολώνει η ματιά απ’ τα δάκρυά μου
και θολώνει η ματιά στα ξαφνικά
αχ και να `σουνα εδώ πάλι κοντά μου
μα πουθενά είσαι μακριά
|
Ksimérose ke skéftome sinéchia eséna
to tsigáro ine svisméno ki ómos vgenune kapni
to domátio milái ke fonázi páli eséna
kápio póno martirái tis alíthias mia pligí
Ise puthená; ise puthená;
Ke tholóni i matiá ap’ ta dákriá mu
ke tholóni i matiá sta ksafniká
ach ke na `suna edó páli kontá mu
ma puthená ise makriá
Orádiase ke skéftome sinéchia eséna
ta chéria idroména ki o kafés mu ine pikrós
ki an éklapsa ki an póneses den ise edó me ména
ki an periméno ine o chrónos mu kenós
Ke tholóni i matiá ap’ ta dákriá mu
ke tholóni i matiá sta ksafniká
ach ke na `suna edó páli kontá mu
ma puthená ise makriá
|