Ήμουν καμάρι στο ντουνιά,
το πιο γλυκό μεράκι,
τώρα το αίμα κι η ματιά
σταλαγματιά σταλαγματιά
κυλάνε στο σοκάκι.
Της άνοιξης λουλούδι μου άλλο μπαξέ στολίζεις
και στ’ όνειρο αγγελούδι μου περνάς και δε μ’ αγγίζεις,
και στ’ όνειρο αγγελούδι μου περνάς και δε μ’ αγγίζεις,
της άνοιξης λουλούδι μου άλλο μπαξέ στολίζεις.
Ήμουν μια έμπνευση γλυκιά,
στη σκέψη του συνθέτη,
κι εσύ, σκληρή, σε μια νυχτιά,
λαβωματιά λαβωματιά
μ’ έκανες πίκρα σκέτη.
Της άνοιξης λουλούδι μου άλλο μπαξέ στολίζεις
και στ’ όνειρο αγγελούδι μου περνάς και δε μ’ αγγίζεις,
και στ’ όνειρο αγγελούδι μου περνάς και δε μ’ αγγίζεις,
της άνοιξης λουλούδι μου άλλο μπαξέ στολίζεις.
|
Ήmun kamári sto ntuniá,
to pio glikó meráki,
tóra to ema ki i matiá
stalagmatiá stalagmatiá
kiláne sto sokáki.
Tis ániksis luludi mu állo baksé stolízis
ke st’ óniro angeludi mu pernás ke de m’ angizis,
ke st’ óniro angeludi mu pernás ke de m’ angizis,
tis ániksis luludi mu állo baksé stolízis.
Ήmun mia ébnefsi glikiá,
sti sképsi tu sinthéti,
ki esí, sklirí, se mia nichtiá,
lavomatiá lavomatiá
m’ ékanes píkra skéti.
Tis ániksis luludi mu állo baksé stolízis
ke st’ óniro angeludi mu pernás ke de m’ angizis,
ke st’ óniro angeludi mu pernás ke de m’ angizis,
tis ániksis luludi mu állo baksé stolízis.
|