Της βροχής νερό να λούσεις τα μαλλιά σου
στο μπαλκόνι σου να βγεις να χτενιστείς
Ανεράιδες μην κλέψουν τη μιλιά σου
το φεγγαροφώς στεφάνι να ζωστείς
Να ζωστείς φωτιά να λιώσεις μες στο θάμπος
τ αφανέρωτα να ξομολογηθείς
κόψε το φιλί να λουλουδίσει ο κάμπος
περδικόστηθη τον ήλιο να ντυθείς
Γλέντα το φιλί και το μεράδι δώσ’ μου
απ’ τα χείλια σου το πίνω και μεθώ
μες στα μάτια σου μεράκι μου ορφανό μου
με ταξίδεψες στο δρόμο μη χαθώ
Εχ, κι όταν χαθώ ποιος θα βγει να γυρέψει
άσπρο γιασεμί παραπεταμένο
και στις θάλασσες ποιος θα βγει να κουρσέψει
το πλεούμενο που πάει ξυλάρμενο
|
Tis vrochís neró na lusis ta malliá su
sto balkóni su na vgis na chtenistis
Aneráides min klépsun ti miliá su
to fengarofós stefáni na zostis
Na zostis fotiá na liósis mes sto thábos
t afanérota na ksomologithis
kópse to filí na luludísi o kábos
perdikóstithi ton ílio na ntithis
Glénta to filí ke to merádi dós’ mu
ap’ ta chilia su to píno ke methó
mes sta mátia su meráki mu orfanó mu
me taksídepses sto drómo mi chathó
Ech, ki ótan chathó pios tha vgi na girépsi
áspro giasemí parapetaméno
ke stis thálasses pios tha vgi na kursépsi
to pleumeno pu pái ksilármeno
|