Της κοινωνίας ναυαγός
και της ζωής αμαρτωλός,
νύχτα σε νύχτα κυκλοφορώ
κι όλο πιο κάτω κατρακυλώ.
Μόνον αυτή π’ αγάπησα
και μ’ έχει φαρμακώσει,
όσο κι αν παραστράτησα
μπορούσε να με σώσει.
Συντρίμμι, τώρα, θλιβερό,
το θάνατό μου καρτερώ,
μες στα σκοτάδια, μες στη ντροπή
τηρώ το σώμα και την ψυχή.
Μόνον αυτή π’ αγάπησα
και μ’ έχει φαρμακώσει,
όσο κι αν παραστράτησα
μπορούσε να με σώσει.
Κι αν είχες, μάνα μου γλυκιά,
για μένα όνειρα πολλά,
κλείσε τα μάτια να λυτρωθείς
γιατί θα κλάψεις αν θα με δεις.
|
Tis kinonías nafagós
ke tis zoís amartolós,
níchta se níchta kikloforó
ki ólo pio káto katrakiló.
Mónon aftí p’ agápisa
ke m’ échi farmakósi,
óso ki an parastrátisa
boruse na me sósi.
Sintrímmi, tóra, thliveró,
to thánató mu karteró,
mes sta skotádia, mes sti ntropí
tiró to sóma ke tin psichí.
Mónon aftí p’ agápisa
ke m’ échi farmakósi,
óso ki an parastrátisa
boruse na me sósi.
Ki an iches, mána mu glikiá,
gia ména ónira pollá,
klise ta mátia na litrothis
giatí tha klápsis an tha me dis.
|