Ποιος ήξερε της μοίρας μου το τόξο
κι ήταν θεός στη γέννα μου παρών
σ’ ένα χειμώνα τη ζωή μου να στριμώξω
με μια κατάρα εκ γενετής στο διαπασών
Ποιος έκοψε το πλάνο μου απ’ το “πάμε”
με δίχως ήχο και εικόνα να βρεθώ
σαράντα χρόνια στα μουγκά και τώρα να ‘μαι
μ’ ένα φιλμάκι μου κι εγώ ν’ αυθαιρετώ
Κι έφτιαξα μόνος μου θεούς
καινούργιους και χρωματιστούς για ν’ αγαπήσω
σαράντα χρόνια απ’ την αρχή
χωρίς στημένη προσευχή να προσκυνήσω
Κι έφτιαξα κόλπα και εφέ
και μπήκα σ’ όλα τα καρέ να το γλεντήσω
σαράντα χρόνια απ’ την αρχή
σ’ αυτή την έγχρωμη βροχή να πλατσουρίσω
Μου πέφτει λόγος για ό,τι γίνει
περιαυτολόγος με πλήρη ευθύνη
δίνω μονάχα σ’ ό,τι μου δίνει
κι αν με προσέξεις έχω ομορφύνει
|
Pios íksere tis miras mu to tókso
ki ítan theós sti génna mu parón
s’ éna chimóna ti zoí mu na strimókso
me mia katára ek genetís sto diapasón
Pios ékopse to pláno mu ap’ to “páme”
me díchos ícho ke ikóna na vrethó
saránta chrónia sta mugká ke tóra na ‘me
m’ éna filmáki mu ki egó n’ aftheretó
Ki éftiaksa mónos mu theus
kenurgius ke chromatistus gia n’ agapíso
saránta chrónia ap’ tin archí
chorís stiméni prosefchí na proskiníso
Ki éftiaksa kólpa ke efé
ke bíka s’ óla ta karé na to glentíso
saránta chrónia ap’ tin archí
s’ aftí tin égchromi vrochí na platsuríso
Mu péfti lógos gia ó,ti gini
periaftológos me plíri efthíni
díno monácha s’ ó,ti mu díni
ki an me proséksis écho omorfíni
|