Μην κλαις, φαντάζει μάταιο τώρα
που πέσανε τα πέπλα ξαφνικά.
Πώς θες να σ’ αγαπήσουνε με τούτο το σημάδι
που σκάλισες στη μάσκα σου κρυφά;
Μην κλαις, δε φτάνει η οδύνη,
δεν φτάνει η θλίψη για ν’ αναστηθείς.
Πόσες φορές τα μάτια σου θα κλείσεις
μπροστά στο ραγισμένο σου είδωλο;
Κάθε μεσημέρι καίγεσαι
από ένα πόνο αβάσταχτο,
πεταλούδα ξάφνου γίνεσαι.
Σε φωτιά μεταμορφώνεσαι,
κάθε μεσημέρι καίγεσαι.
Πώς θες να σ’ αγαπήσουνε με τούτο το σημάδι
που σκάλισες στη μάσκα σου κρυφά;
Είναι αδειανές οι φλέβες σου από αίμα
και μόνο ένας Δαίμονας σκιρτά…αργά.
Κάθε μεσημέρι καίγεσαι
από ένα πόνο αβάσταχτο,
πεταλούδα ξάφνου γίνεσαι.
Σε φωτιά μεταμορφώνεσαι,
κάθε μεσημέρι καίγεσαι.
Κρέμεσαι από τον αγέρα.
Δεν πατάς πια πουθενά.
Κρέμεσαι απ’ το πουθενά.
|
Min kles, fantázi máteo tóra
pu pésane ta pépla ksafniká.
Pós thes na s’ agapísune me tuto to simádi
pu skálises sti máska su krifá;
Min kles, de ftáni i odíni,
den ftáni i thlípsi gia n’ anastithis.
Póses forés ta mátia su tha klisis
brostá sto ragisméno su idolo;
Káthe mesiméri kegese
apó éna póno avástachto,
petaluda ksáfnu ginese.
Se fotiá metamorfónese,
káthe mesiméri kegese.
Pós thes na s’ agapísune me tuto to simádi
pu skálises sti máska su krifá;
Ine adianés i fléves su apó ema
ke móno énas Demonas skirtá…argá.
Káthe mesiméri kegese
apó éna póno avástachto,
petaluda ksáfnu ginese.
Se fotiá metamorfónese,
káthe mesiméri kegese.
Krémese apó ton agéra.
Den patás pia puthená.
Krémese ap’ to puthená.
|