Της νύχτας τα μακριά μαλλιά
μπλέκονται μέσα στα κλαδιά
να τα ξεμπλέξει δεν μπορεί
παρά μονάχα την αυγή.
Και τα δικά σου τα μαλλιά
στα χέρια μου μπλεγμένα
όπως κατάμαυρη κλωστή
στον αργαλειό πλεγμένα,
Της νύχτας τα μακριά μαλλιά
μες στα δικά μου χέρια
σαν δίχτυα που γαντζώνονται
στου βράχου τα μαχαίρια.
Κι ούτε ζητώ την ξαστεριά
κι ούτε το φως γυρεύω .
Κλείνω τα μάτια μου κι εγώ
μες στο σκοτάδι να πνιγώ.
Κι όταν η νύχτα θα χαθεί
και τα κλαδιά γυμνώσουν
αχ, να ‘ταν μες στα χέρια μου
τα μαύρα σου μαλλιά να ξημερώσουν.
Λάφυρο να ‘ναι της νυχτιάς
που`χει κρυμμένα τ`άστρα
χρώμα ενός αλλού ουρανού
μες στη δροσιά τ’ Αυγερινού.
|
Tis níchtas ta makriá malliá
blékonte mésa sta kladiá
na ta ksebléksi den bori
pará monácha tin avgí.
Ke ta diká su ta malliá
sta chéria mu blegména
ópos katámavri klostí
ston argalió plegména,
Tis níchtas ta makriá malliá
mes sta diká mu chéria
san díchtia pu gantzónonte
stu vráchu ta macheria.
Ki ute zitó tin ksasteriá
ki ute to fos girevo .
Klino ta mátia mu ki egó
mes sto skotádi na pnigó.
Ki ótan i níchta tha chathi
ke ta kladiá gimnósun
ach, na ‘tan mes sta chéria mu
ta mavra su malliá na ksimerósun.
Láfiro na ‘ne tis nichtiás
pu`chi krimména t`ástra
chróma enós allu uranu
mes sti drosiá t’ Avgerinu.
|