Απ’ τα βουνά πιο μακριά
κι απ’ τα νερά πιο πέρα
κρατάει η δική μου η φωνή
και βγαίνει στον αέρα,
και σμίγει με τα σύννεφα
και κλαίει με τους ανθρώπους
γιατί μ’ αρνήθηκε η ζωή
τους πιο δικούς μου τόπους.
Αχ εσύ,
της ζωής μου άρνηση,
ποιο σπαθί να σε κόψει προσπαθεί;
Ποιος θεός
να σου δώσει λίγο φως;
Αχ ζωή,
σ’ ονειρεύτηκα αλλιώς.
Δεν έχει η θάλασσα καημό,
δεν έχουν τα φαράγγια,
μα όπου πάει ο άνθρωπος
φέρνει μαζί φαρμάκια,
και φαρμακώνει τα πουλιά
με του καημού τα βέλη
που του αρνήθηκε η ζωή
όσα η ψυχή του θέλει.
Αχ εσύ,
της ζωής μου άρνηση,
ποιο σπαθί να σε κόψει προσπαθεί;
Ποιος θεός
να σου δώσει λίγο φως;
Αχ ζωή,
σ’ ονειρεύτηκα αλλιώς.
Απ’ τα βουνά πιο μακριά
κρατάει η δική μου η φωνή.
|
Ap’ ta vuná pio makriá
ki ap’ ta nerá pio péra
kratái i dikí mu i foní
ke vgeni ston aéra,
ke smígi me ta sínnefa
ke klei me tus anthrópus
giatí m’ arníthike i zoí
tus pio dikus mu tópus.
Ach esí,
tis zoís mu árnisi,
pio spathí na se kópsi prospathi;
Pios theós
na su dósi lígo fos;
Ach zoí,
s’ onireftika alliós.
Den échi i thálassa kaimó,
den échun ta farángia,
ma ópu pái o ánthropos
férni mazí farmákia,
ke farmakóni ta puliá
me tu kaimu ta véli
pu tu arníthike i zoí
ósa i psichí tu théli.
Ach esí,
tis zoís mu árnisi,
pio spathí na se kópsi prospathi;
Pios theós
na su dósi lígo fos;
Ach zoí,
s’ onireftika alliós.
Ap’ ta vuná pio makriá
kratái i dikí mu i foní.
|