Μια νύχτα σκοτεινή
που κλαίγαν οι βοριάδες
εβγήκαν τρεις φονιάδες.
Να βρουν ητν αφορμή
και να πληρώσει ο φταίχτης
για το κακό της Πέμπτης.
Τους βγήκε ρετσινιά
πως σπάσανε μια θύρα
και δέσανε μια χήρα.
Και χάθηκαν λεφτά
που φύλαγε στο στρώμα
με την ψυχή στο στόμα.
Και πήραν τον παπά,
το δάσκαλο το Φώτη
-του Κόσμου τα Διότι-
και μπρος στο ιερό
γονατιστοί μπροστά τους
λεν τα πατερημά τους.
Και βάζουνε γραφιά
το διάκο να συντάξει
το “Πρακτικό” με τάξη.
Πως έφταιξε ο βοριάς
που φύσηξε τη νύχτα
και πήρε τόσα σπίτια.
Λοιπόν, εις το εξής
να πάψουν οι χαφιέδες
μέσα στους καφενέδες.
Και μη συκοφαντεί
ως ο καθένας βλέπει
φονιάδες καθώς πρέπει.
|
Mia níchta skotiní
pu klegan i voriádes
evgíkan tris foniádes.
Na vrun itn aformí
ke na plirósi o ftechtis
gia to kakó tis Pébtis.
Tus vgíke retsiniá
pos spásane mia thíra
ke désane mia chíra.
Ke cháthikan leftá
pu fílage sto stróma
me tin psichí sto stóma.
Ke píran ton papá,
to dáskalo to Fóti
-tu Kósmu ta Dióti-
ke bros sto ieró
gonatisti brostá tus
len ta paterimá tus.
Ke vázune grafiá
to diáko na sintáksi
to “Praktikó” me táksi.
Pos éftekse o voriás
pu físikse ti níchta
ke píre tósa spítia.
Lipón, is to eksís
na pápsun i chafiédes
mésa stus kafenédes.
Ke mi sikofanti
os o kathénas vlépi
foniádes kathós prépi.
|