Όταν κοιτάζω σε μέρες παλιές
στη χαραμάδα του χρόνου που φεύγει
αυτό που βλέπω είναι ένα παιδί
με σηκωμένη γροθιά να πιστεύει
σε έναν καλύτερο κόσμο να γνέφει
μες στους καπνούς πρώτο να τρέχει
μες στα μάτια του να έχει ένα θυμό για μια ζωή
που πια δεν αντέχει
Που να ‘ξερα ο καιρός πως τα φέρνει
Πόσα μας παίρνει στις τόσες στροφές
Πως η αλήθεια μου θα με έβγαζε ψεύτη
Κι η ουτοπία μου θα λάβει στο χθες
Μα φέγγει τώρα σαν πεθαμένο αστέρι
Με κόβει ακόμα σαν δίκοπο μαχαίρι
Κρατάω μέσα μου σαν φυλαχτό
από το τίποτα για να με γλιτώνει
της αθώωτητάς μου την πρώτη ορμή
όσο το ψέμα γύρω κι αν με λερώνει
Κι αν όλα τώρα μου τα ‘χουν αρπάξει
κι ίσως κι εγώ ακόμα να ‘χω αλλάξει
με χτυπάει στην πλάτη εκείνο το παιδί
και μου φωνάζει δε θα τους περάσει
Είναι η πίστη σε κάτι σπουδαίο
που μπορεί να μας σώσει
σ’ αυτό που μέσα μας είναι ωραίο
και νομίζαν πως μας το `χουν σκοτώσει
|
Όtan kitázo se méres paliés
sti charamáda tu chrónu pu fevgi
aftó pu vlépo ine éna pedí
me sikoméni grothiá na pistevi
se énan kalítero kósmo na gnéfi
mes stus kapnus próto na tréchi
mes sta mátia tu na échi éna thimó gia mia zoí
pu pia den antéchi
Pu na ‘ksera o kerós pos ta férni
Pósa mas perni stis tóses strofés
Pos i alíthia mu tha me évgaze psefti
Ki i utopía mu tha lávi sto chthes
Ma féngi tóra san pethaméno astéri
Me kóvi akóma san díkopo macheri
Kratáo mésa mu san filachtó
apó to típota gia na me glitóni
tis athóotitás mu tin próti ormí
óso to pséma giro ki an me leróni
Ki an óla tóra mu ta ‘chun arpáksi
ki ísos ki egó akóma na ‘cho alláksi
me chtipái stin pláti ekino to pedí
ke mu fonázi de tha tus perási
Ine i písti se káti spudeo
pu bori na mas sósi
s’ aftó pu mésa mas ine oreo
ke nomízan pos mas to `chun skotósi
|