Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ
στο έρμο νησί στο χείλος του κόσμου,
δώθε απ’ το όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκε ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε το άρρωστο κορμί που εβάρυνε σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε.
Κι είμαστε νέοι, πολύ νέοι και μας άφησε εδώ μια νύχτα
σ’ ένα βράχο, το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να `χουμε τι να `χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμε έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
|
Ti néi pu ftásamen edó
sto érmo nisí sto chilos tu kósmu,
dóthe ap’ to óniro ke kithe apó ti gi!
Όtan apomakrínthike o telefteos mas fílos,
írthame agáli sérnontas tin eonía pligí.
Me máti vlépume adianó, me víma tsakisméno
ton ídio drómo pernume kathénas monachós,
nióthume to árrosto kormí pu evárine san kséno,
ipókofos apó makriá i foní mas ftáni achós.
I zoí diaveni, péra ston orízonta sirína,
ma thánato, kathimernó thánato ke cholí
móno, gia mas i zoí tha féri, óso an gelá i achtína
tu íliu ke i avres pnéune.
Ki imaste néi, polí néi ke mas áfise edó mia níchta
s’ éna vrácho, to plio pu tóra chánete stu apiru tin kardiá,
chánete ke rotiómaste ti na `chume ti na `cho,
pu svínume óli, fevgume étsi néi, schedón pediá!
|