Με ένα χαμόγελο η πικραμένη,
γυμνή σαν θάλασσα τι περιμένει.
Όταν με σκέπτεσαι κι όταν μ’ αρνείσαι,
Θεέ μου τι όμορφη που είσαι.
Μα πιο πολύ μ’ αρέσεις
σαν λύνεις τα μαλλιά σου, οφθαλμαπάτη μου.
Σαν έρχεσαι να πέσεις στον έρωτα
που στρώνω στο κρεβάτι μου.
Και με τα κόκκινα και με τα μαύρα,
μες στο ψιλόβροχο, μέσα στη λαύρα,
ν’ αλλάζεις πρόσωπο, να προσποιείσαι,
Θεέ μου τι όμορφη που είσαι.
Με ψηλοτάκουνα, βαμμένα νύχια,
σε αεροδρόμια, σε υποβρύχια,
όταν λικνίζεσαι κι όταν δονείσαι
Θεέ μου τι όμορφη που είσαι.
|
Me éna chamógelo i pikraméni,
gimní san thálassa ti periméni.
Όtan me sképtese ki ótan m’ arnise,
Theé mu ti ómorfi pu ise.
Ma pio polí m’ arésis
san línis ta malliá su, ofthalmapáti mu.
San érchese na pésis ston érota
pu stróno sto kreváti mu.
Ke me ta kókkina ke me ta mavra,
mes sto psilóvrocho, mésa sti lavra,
n’ allázis prósopo, na prospiise,
Theé mu ti ómorfi pu ise.
Me psilotákuna, vamména níchia,
se aerodrómia, se ipovríchia,
ótan liknízese ki ótan donise
Theé mu ti ómorfi pu ise.
|