Τη μέρα που γεννήθηκα
με πήρανε τρεις γύφτοι
και στράτα στράτα με έφεραν
εδώ στον Ποδονίφτη
Τα σπίτια τότε φτωχικά
ξεσκέπαστο το ρέμα
το γάλα ήταν όνειρο
και παραμύθι η κρέμα
Μα εμένα μου ‘δωσε η ζωή λαχταριστές καμπύλες
που για τους άντρες άνοιγαν των ουρανών τις πύλες
και μου ‘λεγαν στενάζοντας καθώς με παίρναν πρέφα
“Εσύ κερδίζεις μάνα μου και κύπελλο Ουέφα”
Απ’ αριθμούς και γράμματα
δε σκάμπαζα ούτε λέξη
κι ένα παιδί της γειτονιάς
που `χα μαζί του μπλέξει
Έπαιζε με ένα ακκορντεόν
σε μια μικρή ορχήστρα
και με το ζόρι μ’ έβαλε
να γίνω τραγουδίστρα
Βγήκα στο πάλκο μια βραδιά κι ω θαύμα των θαυμάτων
πάψαν των σκύλων οι φωνές κι οι τσαχπινιές των γάτων
και μου `λεγαν οι φίλοι μου, παιδιά του εργοταξίου
“εσύ μασάς τη Μοσχολιού και τρως την Αλεξίου”
Με τον καιρό βαρέθηκα
τον ακορντεονίστα
τα λόγια του μου φέρνανε
και κούραση και νύστα
Έτσι λοιπόν παντρεύτηκα
κάποιον συνταξιούχο
κι είχα σπιτάκι καθαρό
σιδερωμένο ρούχο
Κι έμαθα σαν λησμόνησα του τραγουδιού τα φάλτσα
να φτιάχνω φίνο μουσακά και μακαρόνια σάλτσα
κι όλοι μου λέγαν σε γιορτές, σε γάμους, σε βαφτίσια
“εσύ θα γίνεις Παναγιά μια μέρα στα Πατήσια”.
|
Ti méra pu genníthika
me pírane tris gifti
ke stráta stráta me éferan
edó ston Podonífti
Ta spítia tóte ftochiká
ksesképasto to réma
to gála ítan óniro
ke paramíthi i kréma
Ma eména mu ‘dose i zoí lachtaristés kabíles
pu gia tus ántres ánigan ton uranón tis píles
ke mu ‘legan stenázontas kathós me pernan préfa
“Esí kerdízis mána mu ke kípello Oiéfa”
Ap’ arithmus ke grámmata
de skábaza ute léksi
ki éna pedí tis gitoniás
pu `cha mazí tu bléksi
Έpeze me éna akkornteón
se mia mikrí orchístra
ke me to zóri m’ évale
na gino tragudístra
Ogíka sto pálko mia vradiá ki o thafma ton thafmáton
pápsan ton skílon i fonés ki i tsachpiniés ton gáton
ke mu `legan i fíli mu, pediá tu ergotaksíu
“esí masás ti Moscholiu ke tros tin Aleksíu”
Me ton keró varéthika
ton akornteonísta
ta lógia tu mu férnane
ke kurasi ke nísta
Έtsi lipón pantreftika
kápion sintaksiucho
ki icha spitáki katharó
sideroméno rucho
Ki ématha san lismónisa tu tragudiu ta fáltsa
na ftiáchno fíno musaká ke makarónia sáltsa
ki óli mu légan se giortés, se gámus, se vaftísia
“esí tha ginis Panagiá mia méra sta Patísia”.
|