Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
Άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ’ αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ’ όλη τη φύση.
Mα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το `χουνε ποτίσει.
Aδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό που σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.
Ωραίο, φριχτό και απέριττο τοπίον!
Eλαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Aλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων
κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.
|
Έchi pia dísi o ílios tu chimóna,
ke grígora, sa théatro, skotiniázi,
í sa na péfti péplo se mia ikóna.
Άllo de vríski o ánemos, tarázi
móno t’ agkáthia stin pediáda óli,
móno kápio chartí s’ óli ti físi.
Ma to charitoméno perivóli
ema ke dákria to `chune potísi.
Adiákopa ta déntra ksekinune,
ki i pétrini stavri skízun sa chéria
ton uranó pu sínnefa pernune,
ton uranó pu ine chorís astéria.
Oreo, frichtó ke apéritto topíon!
Eleografía megálu didaskálu.
Allá tu lipi mia sirá eripíon
ki i epísimos agchóni tu Pagkálu.
|