Αν μ’ αγαπάς όσο κι εγώ αληθινά
τίμα τη μάνα μου όσο τιμάς κι εμένα,
αυτό το στόμα που το στόμα σου φιλά
αυτή το γέννησε με βάσανα, για σένα.
Αυτά τα χέρια που σε σφίγγουν δυνατά
που σ’ αγκαλιάζουν τώρα με λατρεία τόση
έβαλε εκείνη το κορμάκι της μπροστά
απ’ την βροχή και τον βοριά να τα γλιτώσει.
Σκέψου με πόσους με μεγάλωσε καημούς
και πόσες θύελλες την έχουνε κτυπήσει,
πόσα στερήθηκε στους δύσκολους καιρούς
και πόσο πείνασε την πείνα μου να σβήσει.
Άσε στο σπίτι μας τη μάνα μου κυρά
και εγώ για χάρη σου φωτιά αναμμένη θα ‘μαι,
άσε κι εκείνη να γελάσει μια φορά
όλα τα χρόνια μου κλαμμένη την θυμάμαι.
|
An m’ agapás óso ki egó alithiná
tíma ti mána mu óso timás ki eména,
aftó to stóma pu to stóma su filá
aftí to génnise me vásana, gia séna.
Aftá ta chéria pu se sfíngun dinatá
pu s’ agkaliázun tóra me latria tósi
évale ekini to kormáki tis brostá
ap’ tin vrochí ke ton voriá na ta glitósi.
Sképsu me pósus me megálose kaimus
ke póses thíelles tin échune ktipísi,
pósa steríthike stus dískolus kerus
ke póso pinase tin pina mu na svísi.
Άse sto spíti mas ti mána mu kirá
ke egó gia chári su fotiá anamméni tha ‘me,
áse ki ekini na gelási mia forá
óla ta chrónia mu klamméni tin thimáme.
|