Πικρός καφές να πάνε κάτω τ’ αφανέρωτα
Με δαχτυλίδια του καπνού μου σε ξορκίζω
Στοίβα τα λάθη κι άλλα τόσα τ’ ασιδέρωτα
Θηρίο ανήμερο την τύχη μου την βρίζω
Μα πού θα πάει, θα ξεχάσω ό, τι ξέχασε
Θα με τραβήξει η ζωή απ’ το μανίκι
Μπαίνει η άνοιξη, μ’ αρώματά της μ’ έπιασε
Δεν εκδικούμαι, μα υπάρχει θεία δίκη
Βαρύ της φυγής σου το τίμημα
Μελαγχολία και μάτια σπασμένα
Κάθε ίχνος δικό σου το έσβησα
Και κομμένα τα λόγια μ’ εσένα
Πικρός καιρός, μα δε θα πέσω στα πατώματα
Και ας με θέλησες εσύ ναυάγιο πλοίο
Απ’ της Καστέλας τα στενά ως τ’ Άσπρα Χώματα
Σπάω τους δρόμους, γυρισμούς σου ν’ αποκλείω
|
Pikrós kafés na páne káto t’ afanérota
Me dachtilídia tu kapnu mu se ksorkízo
Stiva ta láthi ki álla tósa t’ asidérota
Thirío anímero tin tíchi mu tin vrízo
Ma pu tha pái, tha ksecháso ó, ti kséchase
Tha me travíksi i zoí ap’ to maníki
Beni i ániksi, m’ arómatá tis m’ épiase
Den ekdikume, ma ipárchi thia díki
Oarí tis figís su to tímima
Melagcholía ke mátia spasména
Káthe íchnos dikó su to ésvisa
Ke komména ta lógia m’ eséna
Pikrós kerós, ma de tha péso sta patómata
Ke as me thélises esí nafágio plio
Ap’ tis Kastélas ta stená os t’ Άspra Chómata
Spáo tus drómus, girismus su n’ apoklio
|