Το τρένο σφύριξε βραχνά
κι οι κόρνες τρίξαν θυμωμένες,
μες στο βαγόνι μοναχός
ο Φώτης έκλεισε το φως
κι ανοίγει πόρτες κλειδωμένες.
Σφιχτά στα χέρια του κρατά
την παιδική του την απόχη,
μια πεταλούδα κυνηγά
πίσω απ’ τα μάτια τα κλειστά
κι έξω αρχινά το πρωτοβρόχι.
Κι εκεί στου κόσμου τη στροφή,
που λεν αγγίζουν οι πατρίδες,
σπάει το τζάμι το θολό
κι έξω βουτάει στο κενό
εκεί που σπάνε οι καταιγίδες.
Τον βρήκαν κάποιοι το πρωί
με τη ζωή να παζαρεύει,
το στόμα ανοίγει μια στιγμή,
“είναι” τους λέει “η ζωή
μια πεταλούδα που ξεφεύγει”.
|
To tréno sfírikse vrachná
ki i kórnes tríksan thimoménes,
mes sto vagóni monachós
o Fótis éklise to fos
ki anigi pórtes klidoménes.
Sfichtá sta chéria tu kratá
tin pedikí tu tin apóchi,
mia petaluda kinigá
píso ap’ ta mátia ta klistá
ki ékso archiná to protovróchi.
Ki eki stu kósmu ti strofí,
pu len angizun i patrídes,
spái to tzámi to tholó
ki ékso vutái sto kenó
eki pu spáne i kategides.
Ton vríkan kápii to pri
me ti zoí na pazarevi,
to stóma anigi mia stigmí,
“ine” tus léi “i zoí
mia petaluda pu ksefevgi”.
|