Ο ήλιος έγειρε να ξαποστάσει
η πόρτα του ουρανού κλειστή
κι εγώ συνήθως σαν βραδιάσει
παίρνω χαρτί με ύφος λογιστή.
Μόνος μετράω κι αναρωτιέμαι
πόσα έδωσα, τι τάχα πήρα
στον καθρέφτη μου ξανακοιτιέμαι,
τζάμπα κι αυτή του ήλιου η γύρα.
Τίποτα, μόνο ένα τίποτα,
σαν πένθιμη καμπάνα ηχεί.
Τίποτα, μόνο ένα τίποτα,
σ’ όλο το είναι μου αντηχεί.
Κυλάν θαρρείς οι μέρες σαν νερό,
πολύ αδελφέ τα χρόνια με βαρύναν
μα την συνήθεια μου γερά κρατώ,
τι έδωσα και τι μου μείναν.
Τώρα καχύποπτα πίσω γυρνώ
την ζήση μου να την διαβάσω
ανύποπτα την ξόδεψα θαρρώ,
για ένα τίποτα την λογαριάζω.
Τίποτα, μόνο ένα τίποτα,
σαν πένθιμη καμπάνα ηχεί.
Τίποτα, μόνο ένα τίποτα,
σ’ όλο το είναι μου αντηχεί.
|
O ílios égire na ksapostási
i pórta tu uranu klistí
ki egó siníthos san vradiási
perno chartí me ífos logistí.
Mónos metráo ki anarotiéme
pósa édosa, ti tácha píra
ston kathréfti mu ksanakitiéme,
tzába ki aftí tu íliu i gira.
Típota, móno éna típota,
san pénthimi kabána ichi.
Típota, móno éna típota,
s’ ólo to ine mu antichi.
Kilán tharris i méres san neró,
polí adelfé ta chrónia me varínan
ma tin siníthia mu gerá krató,
ti édosa ke ti mu minan.
Tóra kachípopta píso girnó
tin zísi mu na tin diaváso
anípopta tin ksódepsa tharró,
gia éna típota tin logariázo.
Típota, móno éna típota,
san pénthimi kabána ichi.
Típota, móno éna típota,
s’ ólo to ine mu antichi.
|