Δε γεννήθηκα σκληρή, έτσι μ’ έκανες εσύ
να κοιτάζω το φεγγάρι και να μην του βρίσκω τίποτα.
Δε γεννήθηκα θλιμμένη και απογοητευμένη,
η ζωή να ταξιδεύει κι εγώ να ‘μαι εδώ δεμένη.
Κάποτε ζωγράφιζα καρδούλες κι αστεράκια
το όνομά σου χάραζα στους τοίχους, στα παγκάκια
τώρα τίποτα, τώρα τίποτα.
Κάποτε ξυπνούσα και περίμενα τη μέρα,
πίστευα ο δρόμος μας πως πάει παραπέρα
τώρα τίποτα, τώρα τίποτα δε μ’ αρέσει.
Δε γεννήθηκα μισή, μ’ έκοψες στα δυο εσύ,
πήρες όλη μου την πίστη, τώρα δεν πιστεύω τίποτα.
Δε με νοιάζει που γυρίζεις, άμα χάνεις ή αν κερδίζεις,
πιο καλά είναι να υποφέρεις παρά να μη νιώθεις τίποτα.
Κάποτε ζωγράφιζα καρδούλες κι αστεράκια,
το όνομά σου χάραζα στους τοίχους, στα παγκάκια
τώρα τίποτα, τώρα τίποτα.
Κάποτε το πίστευα πως θ’ άλλαζα τον κόσμο,
τώρα πια κατάλαβα πως ήμουνα κορόιδο
κι έτσι τίποτα κι έτσι τίποτα δε θ’ αλλάξει πια,
τίποτα, τίποτα, τίποτα, τ’ιποτα.
|
De genníthika sklirí, étsi m’ ékanes esí
na kitázo to fengári ke na min tu vrísko típota.
De genníthika thlimméni ke apogoitevméni,
i zoí na taksidevi ki egó na ‘me edó deméni.
Kápote zográfiza kardules ki asterákia
to ónomá su cháraza stus tichus, sta pagkákia
tóra típota, tóra típota.
Kápote ksipnusa ke perímena ti méra,
písteva o drómos mas pos pái parapéra
tóra típota, tóra típota de m’ arési.
De genníthika misí, m’ ékopses sta dio esí,
píres óli mu tin písti, tóra den pistevo típota.
De me niázi pu girízis, áma chánis í an kerdízis,
pio kalá ine na ipoféris pará na mi nióthis típota.
Kápote zográfiza kardules ki asterákia,
to ónomá su cháraza stus tichus, sta pagkákia
tóra típota, tóra típota.
Kápote to písteva pos th’ állaza ton kósmo,
tóra pia katálava pos ímuna koróido
ki étsi típota ki étsi típota de th’ alláksi pia,
típota, típota, típota, t’ipota.
|