Μονάχα σιωπή
να, τι μας έμεινε
αφού είναι όλα πια χαμένα
Κι αυτό το «γιατί»
που κάπου ξέμεινε
πίσω απ’ τα χείλια τα σφιγμένα
Κρίμα που είναι αργά και δεν προλάβαμε
άλλη μια αγκαλιά και ένα «συγγνώμη»
Κρίμα που είναι αργά και καταλάβαμε
μια μεγάλη αγάπη πως τελειώνει
Τίποτα, δεν υπάρχει στο στόμα πια φωνή
Τίποτα να σου πω δεν υπάρχει
Σήμερα, που ξανάγινε χώμα το κορμί,
σήμερα, που ψάχνω να βρω ακόμα το «γιατί»
Ποια λέξη να σου πω
δεν βρίσκω τίποτα
αφού το «σ’ αγαπώ»
το λέω ακόμα…
Με χέρια ανοιχτά θα παραδώσουμε
τα όνειρά μας τα κλεμμένα
Κι αν θέλει η καρδιά να μετανιώσουμε
το λεν’ τα μάτια τα κλαμένα
|
Monácha siopí
na, ti mas émine
afu ine óla pia chaména
Ki aftó to «giatí»
pu kápu ksémine
píso ap’ ta chilia ta sfigména
Kríma pu ine argá ke den prolávame
álli mia agkaliá ke éna «singnómi»
Kríma pu ine argá ke katalávame
mia megáli agápi pos telióni
Típota, den ipárchi sto stóma pia foní
Típota na su po den ipárchi
Símera, pu ksanágine chóma to kormí,
símera, pu psáchno na vro akóma to «giatí»
Pia léksi na su po
den vrísko típota
afu to «s’ agapó»
to léo akóma…
Me chéria anichtá tha paradósume
ta ónirá mas ta klemména
Ki an théli i kardiá na metaniósume
to len’ ta mátia ta klaména
|