Την ελπίδα μου κλέψαν μια μέρα,
μου ζητήσαν για λύτρα ψυχή,
και με λόγια ντυμένα στο ψέμα
με μαντρώσαν σε στείρα εποχή.
Μα μια φλόγα που μέσα μου καίει
την αλήθεια θα ψάχνει να βρει,
να σωπάσει η καρδιά μου δε λέει
γιατί η αγάπη τα πάντα μπορεί.
Απόψε κλέβω τα κλειδιά του παραδείσου,
δώσ’ μου το χέρι σου και πάμε,
θα `σαι η ελπίδα μου και θα `μαι η δική σου,
τίποτα πια, τίποτα πια δεν τους χρωστάμε.
Δεν τα πάω εγώ τα λαμόγια,
είναι βάρος ετούτης της γης,
δεν πιστεύω δικά τους πια λόγια,
δεν τους έχουμ’ ανάγκη εμείς.
Απόψε κλέβω τα κλειδιά του παραδείσου,
δώσ’ μου το χέρι σου και πάμε,
θα `σαι η ελπίδα μου και θα `μαι η δική σου,
τίποτα πια, τίποτα πια δεν τους χρωστάμε.
Τίποτα πια, τίποτα πια δεν τους χρωστάμε.
|
Tin elpída mu klépsan mia méra,
mu zitísan gia lítra psichí,
ke me lógia ntiména sto pséma
me mantrósan se stira epochí.
Ma mia flóga pu mésa mu kei
tin alíthia tha psáchni na vri,
na sopási i kardiá mu de léi
giatí i agápi ta pánta bori.
Apópse klévo ta klidiá tu paradisu,
dós’ mu to chéri su ke páme,
tha `se i elpída mu ke tha `me i dikí su,
típota pia, típota pia den tus chrostáme.
Den ta páo egó ta lamógia,
ine város etutis tis gis,
den pistevo diká tus pia lógia,
den tus échum’ anágki emis.
Apópse klévo ta klidiá tu paradisu,
dós’ mu to chéri su ke páme,
tha `se i elpída mu ke tha `me i dikí su,
típota pia, típota pia den tus chrostáme.
Típota pia, típota pia den tus chrostáme.
|