Μες στην Αθήνα, βρε παιδιά, αχ, έγινε πλημμύρα,
που πνίγηκαν πολλές ψυχές, είχαν κακή τη μοίρα,
κλαυθμοί, φωνές και οδυρμοί τον κόσμο εχαλούσαν,
βοήθεια φωνάζανε για να σωθούν ζητούσαν.
Αδίκως εφωνάζανε, κανείς δεν ημπορούσε,
ο Ιλισός κι ο Κηφισός τον κόσμο εχαλούσε,
την άλλη μέρα, αχ, το πρωί εμάζευαν πνιγμένους,
γέρους, κορίτσια, αχ και παιδιά, αδικοσκοτωμένους.
Στον Άη-Σάββα πνίγηκε μία δακτυλογράφος,
στο Περιστέρι, αχ και στο Φάληρο τους έκλεισε ο τάφος,
αχ, τι κακό ήταν αυτό μεγάλη τρικυμία,
στους δρόμους έμειναν πολλοί κι είναι σ’ απελπισία.
|
Mes stin Athína, vre pediá, ach, égine plimmíra,
pu pnígikan pollés psichés, ichan kakí ti mira,
klafthmi, fonés ke odirmi ton kósmo echalusan,
voíthia fonázane gia na sothun zitusan.
Adíkos efonázane, kanis den iboruse,
o Ilisós ki o Kifisós ton kósmo echaluse,
tin álli méra, ach, to pri emázevan pnigménus,
gérus, korítsia, ach ke pediá, adikoskotoménus.
Ston Άi-Sávva pnígike mía daktilográfos,
sto Peristéri, ach ke sto Fáliro tus éklise o táfos,
ach, ti kakó ítan aftó megáli trikimía,
stus drómus éminan polli ki ine s’ apelpisía.
|