Θυμάμαι που σ’ αγκάλιασα μια μέρα
χειμώνας ήταν τότε σκοτεινός
και γέμισαν λουλούδια τον αέρα
τα ρούχα σου που μύριζαν αλλιώς.
Τα βράδια που δε γύριζες σε μένα
ξημέρωνε και μ’ έβρισκε το φως
με δάκρυα να πλένω ένα ένα
τα ρούχα σου που μύριζαν αλλιώς.
Είναι γλυκιά η μυρωδιά της προδοσίας
το άρωμά της ανοιξιάτικη πνοή
είναι βιολέτες με χρυσόσκονη γαζίας
και μια σταγόνα γιασεμί
Γερνάμε πλάι πλάι και ξεχνάμε
αλλά ο ίδιος πόνος ο παλιός
με πιάνει πάντα όποτε θυμάμαι
τα ρούχα σου που μύριζαν αλλιώς
|
Thimáme pu s’ agkáliasa mia méra
chimónas ítan tóte skotinós
ke gémisan luludia ton aéra
ta rucha su pu mírizan alliós.
Ta vrádia pu de girizes se ména
ksimérone ke m’ évriske to fos
me dákria na pléno éna éna
ta rucha su pu mírizan alliós.
Ine glikiá i mirodiá tis prodosías
to áromá tis aniksiátiki pnoí
ine violétes me chrisóskoni gazías
ke mia stagóna giasemí
Gernáme plái plái ke ksechnáme
allá o ídios pónos o paliós
me piáni pánta ópote thimáme
ta rucha su pu mírizan alliós
|