Ο παγωμένος Δούναβης της καρδιάς μου
σταμάτησε ξαφνικά να κυλά
Τα νερά του δεν πήγαιναν πουθενά
κι ό,τι αγάπησα και μ’ αγάπησε νόμισα
πως χάθηκε στα σκοτεινά και παντοτινά
Ώσπου ξανάρθες και μου `δωσες το χέρι,
έλα προστάζεις, η αγάπη είναι φωτιά
Τη ζωή μου θύμισες και να `ταν μόνο ετούτο,
μ’ έσυρες κι αρχίσαμε τους κύκλους του χορού
και το βαλς σαν βάλσαμο το νιώθω μες στο αίμα
σαν κραυγή του θάνατου σαν γέλιο ενός μωρού
Κι έτσι αγαπημένη μου θα μείνω ζωντανός
ως το τέλος Δεκέμβρη του `99, μεσάνυχτα ακριβώς,
να κρατήσω τον όρκο που έχω δεθεί,
το βαλς που σου υποσχέθηκα και να υπάρχει μόνο αυτή,
αυτή η στιγμή, η ιερή στιγμή
Που νιώθω σαν φλόγα, καθώς σε στροβιλίζω,
ρόδο που καίει, φωτίζει όλη τη γη
Τη ζωή μου θύμισες και να `ταν μόνο ετούτο,
μ’ έσυρες κι αρχίσαμε τους κύκλους του χορού
και το βαλς σαν βάλσαμο το νιώθω μες στο αίμα
σαν κραυγή του θάνατου σαν γέλιο ενός μωρού
|
O pagoménos Dunavis tis kardiás mu
stamátise ksafniká na kilá
Ta nerá tu den pígenan puthená
ki ó,ti agápisa ke m’ agápise nómisa
pos cháthike sta skotiná ke pantotiná
Ώspu ksanárthes ke mu `doses to chéri,
éla prostázis, i agápi ine fotiá
Ti zoí mu thímises ke na `tan móno etuto,
m’ ésires ki archísame tus kíklus tu choru
ke to vals san válsamo to niótho mes sto ema
san kravgí tu thánatu san gélio enós moru
Ki étsi agapiméni mu tha mino zontanós
os to télos Dekémvri tu `99, mesánichta akrivós,
na kratíso ton órko pu écho dethi,
to vals pu su iposchéthika ke na ipárchi móno aftí,
aftí i stigmí, i ierí stigmí
Pu niótho san flóga, kathós se strovilízo,
ródo pu kei, fotízi óli ti gi
Ti zoí mu thímises ke na `tan móno etuto,
m’ ésires ki archísame tus kíklus tu choru
ke to vals san válsamo to niótho mes sto ema
san kravgí tu thánatu san gélio enós moru
|