Τη νύχτα αυτή
την λέμε εμείς φωτιά,
εσύ την είπες δέντρο
Οι μέρες που λαχτάρησες θα `ρθουν, εσύ την είπες δέντρο
Πάντα σκεφτόμουν μια νυχτιά
πόσο μεγάλη μπορεί να ‘ναι
και ρωτούσα οι στιγμές
όταν χάνονται που πάνε
Κανείς δε μου ’πε,
θα βολευόμουν και με ψέμα
Τότε μου απάντησε ο χρόνος «δύσκολο το θέμα»
Κάποιοι δεν είδαν φωτιά,
άλλοι τη νιώσαν στο πετσί τους
δε βρίσκανε κλαδί,
άλλοι κλαδεύαν την ζωή τους
άλλοι με στάχτες
δώσανε φτερά στο παραμύθι
κι άλλοι του ονείρου
σαν να ζηλέψανε την λήθη
και ξαπλώσανε στου δέντρου την σκιά
και του τάξαν να ξυπνήσουν
όταν σβήσει η φωτιά
Μήπως εκεί σε γνώρισα,
μήπως εκεί σε είδα;
Παραμιλούσες σε μια ξένη
που τη φώναζες πατρίδα
Θυμάσαι με τ’ αύριο
που σου μύριζε φευγιό;
Ήμουν αγέννητος, τώρα έχω γιο
Αυτός γρήγορα ψηλώνει σαν φωτιά
κι ούτε ένα μέτρο
δε μας μεγάλωσε το δέντρο
Τη νύχτα αυτή την λέτε εσείς φωτιά, κάποιος την είπε δέντρο
Οι μέρες που λαχτάρησε θα `ρθουν, κάποιος την είπε δέντρο
Εγώ τη νύχτα τη φαντάζομαι
πόρνη στολισμένη
Στρίγγλα, γυναίκα και συνάμα ερωμένη
να καμαρώνει μαζί του μες στο πλήθος
αφού του γιάτρεψε τελείως
πια το στήθος
Τώρα μιλούσε ο σοφέρ του
που οδηγούσε
κι έτσι στουκάρανε στο δέντρο
αφού αλλού κοιτούσε
Πήρε φωτιά η μηχανή κι η μόνη λύση
ήταν να πάρει ένα κλαδί
γρήγορα να την σβήσει
Πω, πω, ντροπή,
η εξέλιξη να ικετεύει
κάτι που μάλλον μοιάζει τώρα σαν να περισσεύει
Δεν είναι κρίμα ένα κλαδί να πάει απ’ το δέντρο χαμένο
για κάτι που ‘ναι ασφαλισμένο;
Τον είδα όμως και κάπου αλλού άλλο ένα βράδυ
να κάνει μπαμ μέσα στο πλήθος στο σκοτάδι
σινιέ ντυμένο κι ενώ καιγότανε το κέντρο
σαν να μου μύρισε το δέντρο
Τη νύχτα αυτή την λέμε εμείς φωτιά, εσύ την είπες δέντρο
Οι μέρες που λαχτάρησες θα ‘ρθουν, εσύ την είπες δέντρο
|
Ti níchta aftí
tin léme emis fotiá,
esí tin ipes déntro
I méres pu lachtárises tha `rthun, esí tin ipes déntro
Pánta skeftómun mia nichtiá
póso megáli bori na ‘ne
ke rotusa i stigmés
ótan chánonte pu páne
Kanis de mu ’pe,
tha volevómun ke me pséma
Tóte mu apántise o chrónos «dískolo to théma»
Kápii den idan fotiá,
álli ti niósan sto petsí tus
de vrískane kladí,
álli kladevan tin zoí tus
álli me stáchtes
dósane fterá sto paramíthi
ki álli tu oniru
san na zilépsane tin líthi
ke ksaplósane stu déntru tin skiá
ke tu táksan na ksipnísun
ótan svísi i fotiá
Mípos eki se gnórisa,
mípos eki se ida;
Paramiluses se mia kséni
pu ti fónazes patrída
Thimáse me t’ avrio
pu su mírize fevgió;
Ήmun agénnitos, tóra écho gio
Aftós grígora psilóni san fotiá
ki ute éna métro
de mas megálose to déntro
Ti níchta aftí tin léte esis fotiá, kápios tin ipe déntro
I méres pu lachtárise tha `rthun, kápios tin ipe déntro
Egó ti níchta ti fantázome
pórni stolisméni
Stríngla, gineka ke sináma eroméni
na kamaróni mazí tu mes sto plíthos
afu tu giátrepse telios
pia to stíthos
Tóra miluse o sofér tu
pu odiguse
ki étsi stukárane sto déntro
afu allu kituse
Píre fotiá i michaní ki i móni lísi
ítan na pári éna kladí
grígora na tin svísi
Po, po, ntropí,
i ekséliksi na iketevi
káti pu mállon miázi tóra san na perissevi
Den ine kríma éna kladí na pái ap’ to déntro chaméno
gia káti pu ‘ne asfalisméno;
Ton ida ómos ke kápu allu állo éna vrádi
na káni bam mésa sto plíthos sto skotádi
sinié ntiméno ki enó kegótane to kéntro
san na mu mírise to déntro
Ti níchta aftí tin léme emis fotiá, esí tin ipes déntro
I méres pu lachtárises tha ‘rthun, esí tin ipes déntro
|