Στάσου λιγάκι Αλικάκι,
στάσου λιγάκι κάτι να σου πω.
Έτσι που τρέχεις σκλάβο μ’ έχεις
λες και δεν είμαι άνθρωπος κι εγώ.
Αϊ κατ’ ανέμου χριστιανέ μου
πας να με βάλεις πάλι σε μπελά.
Μπα σε καλό σου, το μυαλό σου
δε θα δουλεύει σήμερα καλά.
Σε κυνηγάω και με ζέστη και με κρύο
μπαίνω μαζί σου στο παλιό λεωφορείο
δεν με κοιτάς και τότε γίνομαι θηρίο,
δεν μου μιλάς και μου πληγώνεις την καρδιά.
Άκου και μένα να σου πω το βάσανό μου
μη με περνάς για κουρελόχαρτο του δρόμου
έχω περίπτερο στα Σούρμενα δικό μου
έχω και κτήμα πατρικό στη Λιβαδειά.
Ανάθεμά σε, τι φοβάσαι;
Στάσου λιγάκι κάτι να σου πω.
Τι παραπάνω θες να κάνω
για να πιστέψεις πόσο σ’ αγαπώ;
|
Stásu ligáki Alikáki,
stásu ligáki káti na su po.
Έtsi pu tréchis sklávo m’ échis
les ke den ime ánthropos ki egó.
Ai kat’ anému christiané mu
pas na me vális páli se belá.
Ba se kaló su, to mialó su
de tha dulevi símera kalá.
Se kinigáo ke me zésti ke me krío
beno mazí su sto palió leoforio
den me kitás ke tóte ginome thirío,
den mu milás ke mu pligónis tin kardiá.
Άku ke ména na su po to vásanó mu
mi me pernás gia kurelócharto tu drómu
écho períptero sta Surmena dikó mu
écho ke ktíma patrikó sti Livadiá.
Anáthemá se, ti fováse;
Stásu ligáki káti na su po.
Ti parapáno thes na káno
gia na pistépsis póso s’ agapó;
|