Τα χρόνια αδειάζουν
κι οι μέρες μας κυλούν
σαν πέτρες στους γκρεμούς
και σαν ποτάμια
στ’ άγρια δάση.
Φεύγουν οι ζωές μας
κοιτούν τον ήλιο και περνούν
σμίγουν στην ίδια τους πνοή,
συνομιλούν, μα θα ‘ρθει η στιγμή
που αυτή η γη θα μας ξεχάσει.
Άλλη μια μέρα φεύγει
κι αφήνει πίσω της σιωπές
που διαλύουν τα ποτά τη νύχτα.
Άλλη μια μέρα φεύγει
κι ανάμεσα στα δόντια μας κρατά
μια νυσταγμένη καληνύχτα.
Ανάβει η νύχτα βαθιά στους ουρανούς
η σκέψη να πετά φτερούγα μαύρη
φως να χορτάσει, ρόδες οι ζωές μας
γυρίζουν μόνες και ζητούν,
όλες ζητούνε τη στοργή ριγεί ο νους
μα θα ‘ρθει η στιγμή
που αυτή η γη θα μας ξεχάσει
|
Ta chrónia adiázun
ki i méres mas kilun
san pétres stus gkremus
ke san potámia
st’ ágria dási.
Fevgun i zoés mas
kitun ton ílio ke pernun
smígun stin ídia tus pnoí,
sinomilun, ma tha ‘rthi i stigmí
pu aftí i gi tha mas ksechási.
Άlli mia méra fevgi
ki afíni píso tis siopés
pu dialíun ta potá ti níchta.
Άlli mia méra fevgi
ki anámesa sta dóntia mas kratá
mia nistagméni kaliníchta.
Anávi i níchta vathiá stus uranus
i sképsi na petá fteruga mavri
fos na chortási, ródes i zoés mas
girízun mónes ke zitun,
óles zitune ti storgí rigi o nus
ma tha ‘rthi i stigmí
pu aftí i gi tha mas ksechási
|