Μόλις νυχτώνει ανατέλλει η σιωπή
ρίχνει το φως της στο δυάρι σαν φεγγάρι
ψάχνω στα μάτια σου να δω για μια στιγμή
αυτό που κάποτε μας ένωσε ζευγάρι
Όμως το τίποτα μοναχά είναι εκεί
με μας μοιράζεται το ίδιο μαξιλάρι
κι αυτά τα λόγια που η καρδιά διψάει να πει
με φόβο κρύβονται στου χρόνου το συρτάρι
Σε ποιο δωμάτιο έχει η αγάπη ξεχαστεί
να δώσω μια και να διαλύσω το ντουβάρι
μην κλαις καρδούλα μου δεν λέω πως φταις εσύ
θέλω να πω πως σ’ αγαπώ που να με πάρει
Έτσι χανόμαστε ξανά απ’ την αρχή
κι η μοναξιά ανάμεσά μας σουλατσάρει
με παλαβώνει αυτή η ακίνητη ζωή
που `χει στοιχειώσει τη χαρά μας στο πατάρι
|
Mólis nichtóni anatélli i siopí
ríchni to fos tis sto diári san fengári
psáchno sta mátia su na do gia mia stigmí
aftó pu kápote mas énose zevgári
Όmos to típota monachá ine eki
me mas mirázete to ídio maksilári
ki aftá ta lógia pu i kardiá dipsái na pi
me fóvo krívonte stu chrónu to sirtári
Se pio domátio échi i agápi ksechasti
na dóso mia ke na dialíso to ntuvári
min kles kardula mu den léo pos ftes esí
thélo na po pos s’ agapó pu na me pári
Έtsi chanómaste ksaná ap’ tin archí
ki i monaksiá anámesá mas sulatsári
me palavóni aftí i akíniti zoí
pu `chi stichiósi ti chará mas sto patári
|