Το εξοχικό κεντράκι μας κουρνιάζει μες στο δείλι
ματώνει ο ήλιος σαν πληγή το γαλανό μαντήλι,
το γαλανό μαντήλι.
Το πιάνο ακόμα σφαλιχτό και στην καρέκλα μένει
η μαύρη θήκη του βιολιού σαν μια ψυχή θλιμμένη,
σαν μια ψυχή θλιμμένη.
Σε λίγο εδώ θα φτάσουνε τα πρώτα ζευγαράκια
αχ! τι πουκάμισα ριχτά ή κεντητά μπλουζάκια,
βροντές γκαζόζας θ’ ακουστούν κάτω απ’ τα δέντρα φως μου
μύρια ταμπούρλα του έρωτα στο πείσμα όλου του κόσμου,
μύρια ταμπούρλα του έρωτα στο πείσμα όλου του κόσμου.
Στο τοίχο απάνω απόμεινε του λιοπυριού το χνώτο
ίσκιος και φως εσμίξανε, ποιο υστερνό, ποιο πρώτο,
ποιο υστερνό, ποιο πρώτο.
Μπροστά στην πόρτα μοναχό σωπαίνει το γκαρσόνι
στον ώμο η πετσέτα του λευκό πουλί σκαλώνει,
λευκό πουλί σκαλώνει.
Σε λίγο εδώ θα φτάσουνε τα πρώτα ζευγαράκια
αχ! τι πουκάμισα ριχτά ή κεντητά μπλουζάκια,
βροντές γκαζόζας θ’ ακουστούν κάτω απ’ τα δέντρα φως μου
μύρια ταμπούρλα του έρωτα στο πείσμα όλου του κόσμου,
μύρια ταμπούρλα του έρωτα στο πείσμα όλου του κόσμου.
|
To eksochikó kentráki mas kurniázi mes sto dili
matóni o ílios san pligí to galanó mantíli,
to galanó mantíli.
To piáno akóma sfalichtó ke stin karékla méni
i mavri thíki tu violiu san mia psichí thlimméni,
san mia psichí thlimméni.
Se lígo edó tha ftásune ta próta zevgarákia
ach! ti pukámisa richtá í kentitá bluzákia,
vrontés gkazózas th’ akustun káto ap’ ta déntra fos mu
míria taburla tu érota sto pisma ólu tu kósmu,
míria taburla tu érota sto pisma ólu tu kósmu.
Sto ticho apáno apómine tu liopiriu to chnóto
ískios ke fos esmíksane, pio isternó, pio próto,
pio isternó, pio próto.
Brostá stin pórta monachó sopeni to gkarsóni
ston ómo i petséta tu lefkó pulí skalóni,
lefkó pulí skalóni.
Se lígo edó tha ftásune ta próta zevgarákia
ach! ti pukámisa richtá í kentitá bluzákia,
vrontés gkazózas th’ akustun káto ap’ ta déntra fos mu
míria taburla tu érota sto pisma ólu tu kósmu,
míria taburla tu érota sto pisma ólu tu kósmu.
|