Το φανταράκι απόψε πάλι
έχει μεράκι και τα `χει πιει
γιατί έχει μέρες να πάρει γράμμα
απ’ το κορίτσι του και ανησυχεί
Θέλει να πάει στο λοχαγό του
και συλλογιέται τι να του πει
Αν του γυρέψει και καμιά χάρη,
φοβάται μη τυχόν και του αρνηθεί
Ο λοχαγός του είναι λεβέντης
έχει κι εκείνος χρυσή καρδιά
τον εγνωρίζει απ’ την Αθήνα
που κατοικούσανε σε μια γειτονιά
Γι’ αυτό όταν πήγε του λέει με γέλιο
καταλαβαίνω τι θες να πεις
μια κι είσαι εντάξει βρε φανταράκι
πάρε μια άδεια κι άντε να τη βρεις
|
To fantaráki apópse páli
échi meráki ke ta `chi pii
giatí échi méres na pári grámma
ap’ to korítsi tu ke anisichi
Théli na pái sto lochagó tu
ke sillogiéte ti na tu pi
An tu girépsi ke kamiá chári,
fováte mi tichón ke tu arnithi
O lochagós tu ine levéntis
échi ki ekinos chrisí kardiá
ton egnorízi ap’ tin Athína
pu katikusane se mia gitoniá
Gi’ aftó ótan píge tu léi me gélio
katalaveno ti thes na pis
mia ki ise entáksi vre fantaráki
páre mia ádia ki ánte na ti vris
|