Το φίλο μας που χάσαμε μιαν άδικη στιγμή
κανείς δε θα τον ξαναδεί να γέρνει ευβλαβικά
στον εποτάφιο αποβραδίς, στον ώμο μου ολονυχτίς
και το πρωί, νωρίς στο θάνατό του οριστικά.
Ποιος ήταν ποιος, ποιος ήταν ποιος και που ‘χε γεννηθεί
κανείς δεν ξέ , κανείς δεν ξέ , δεν ξέρει να το πει.
Ήτανε νέος, σχεδόν παιδί και φίλος μας ως το πρωί.
Τώρα κανείς δεν περιμένει να τον δει
απ’ τη γωνιά του δρόμου να μας προσκαλεί.
Μια σφαίρα αστόχαστη μες τις πολλές και ξαφνική
τον πήρε μες σε μια στιγμή, άδικη και πικρή στιγμή.
Και τον ανάγκασε να ζει, αν ζει
στον ουρανό ή μες στη γη, κανείς δεν ξέρει να το πει.
Τον φίλο που αγαπήσαμε σε χρόνια μυστικά
κι έγινε εικόνα μαγική ενός καιρού που δε γυρνά,
ενός παιδιού που μας κοιτά με λύπη κι απορεί.
Γιατί να φύγει ξαφνικά για πάντα ένα πρωί.
|
To fílo mas pu chásame mian ádiki stigmí
kanis de tha ton ksanadi na gérni evlaviká
ston epotáfio apovradís, ston ómo mu olonichtís
ke to pri, norís sto thánató tu oristiká.
Pios ítan pios, pios ítan pios ke pu ‘che gennithi
kanis den ksé , kanis den ksé , den kséri na to pi.
Ήtane néos, schedón pedí ke fílos mas os to pri.
Tóra kanis den periméni na ton di
ap’ ti goniá tu drómu na mas proskali.
Mia sfera astóchasti mes tis pollés ke ksafnikí
ton píre mes se mia stigmí, ádiki ke pikrí stigmí.
Ke ton anágkase na zi, an zi
ston uranó í mes sti gi, kanis den kséri na to pi.
Ton fílo pu agapísame se chrónia mistiká
ki égine ikóna magikí enós keru pu de girná,
enós pediu pu mas kitá me lípi ki apori.
Giatí na fígi ksafniká gia pánta éna pri.
|