Με τους συμπότες ήμουνα και γιόρταζα τη μέρα,
Μα ξαφνικά ένας δυνατός άνεμος με πήρε απ’ την καρέκλα.
Μ’ έδειρε, με στροβίλισε σαν να `μουν σκουπιδάκι.
Στους καταρράκτες τ’ ουρανού ξαναβαπτίστηκα.
Η πόλη που μεγάλωσα μου στέλνε τα φιλιά της.
Μόνο η καλή μου έλειπε γιατί έμπλεξε τις ζίγρες στα μαλλιά της.
Χάλκινα απ’ τη Γουμένισσα κι απ’ το Γιδά ζουρνάδες,
κι απ’ την Αγιάσσο γέροντες χορεύαν σιωπηλά.
Κοντά μου κι ο προφήτης μου, της γειτονιάς μαγκάκι,
κρατούσε αλφαβητάριο κι είχε στο χέρι Μάρτη.
Άνοιξε το βιβλίο του στην πρώτη τη σελίδα.
Ξεπήδησαν τα γράμματα και γίνηκαν πουλιά
Κι ο Ιωσήφ που πέρναγε μοιραία ή κατά τύχη
από τα’ αυτί του τράβηξε και μου `δωσε του μαραγκού μολύβι.
«Πάρε και γράψε, αγόρι μου με το καλό σου χέρι
ό,τι η ψυχή σου λαχταρά στο άδειο το χαρτί».
Στον Ιορδάνη ήμουνα ή μήπως στο Ασμάκι;
κι έγραψα με τ’ αριστερό άδεια ζωή ήρεμα και μ’ αγάπη:
«Αχ, να `μουνα καλύτερος, αχ, να μην ήμουν ψεύτης
και το μεγάλο κάλεσμα να μην φοβόμουνα».
|
Me tus sibótes ímuna ke giórtaza ti méra,
Ma ksafniká énas dinatós ánemos me píre ap’ tin karékla.
M’ édire, me strovílise san na `mun skupidáki.
Stus katarráktes t’ uranu ksanavaptístika.
I póli pu megálosa mu stélne ta filiá tis.
Móno i kalí mu élipe giatí éblekse tis zígres sta malliá tis.
Chálkina ap’ ti Guménissa ki ap’ to Gidá zurnádes,
ki ap’ tin Agiásso gérontes chorevan siopilá.
Kontá mu ki o profítis mu, tis gitoniás magkáki,
kratuse alfavitário ki iche sto chéri Márti.
Άnikse to vivlío tu stin próti ti selída.
Ksepídisan ta grámmata ke ginikan puliá
Ki o Iosíf pu pérnage mirea í katá tíchi
apó ta’ aftí tu trávikse ke mu `dose tu maragku molívi.
«Páre ke grápse, agóri mu me to kaló su chéri
ó,ti i psichí su lachtará sto ádio to chartí».
Ston Iordáni ímuna í mípos sto Asmáki;
ki égrapsa me t’ aristeró ádia zoí írema ke m’ agápi:
«Ach, na `muna kalíteros, ach, na min ímun pseftis
ke to megálo kálesma na min fovómuna».
|