Θα σου κάνω, μια κι απόψε, σερενάτα,
για στερνή φορά θα πω, απ’ την αρχή,
τα παράπονά μου όλα στην αράδα,
ν’ ανασάνει η φορτωμένη μου ψυχή.
Απορώ, μου λες, για την υπομονή σου,
με βαριέσαι, σε σκοτίζω, δε με θες,
σ’ ενοχλούνε και τα λόγια και η φωνή μου,
μου το είπε η φιλενάδα σου προχτές.
Κάποιος όμως σου γυρίζει τα μυαλά σου
γιατί, άλλοτε ζητούσες να σου πω,
κάθε βράδυ, κάτω απ’ τα παράθυρά σου,
με κιθάρα, τον παλιό μου αυτό σκοπό.
Με σιχάθηκες κι εμέ και την καντάδα,
δεν σε μέλλει πια για `μέ τι θα γενώ,
μου το είπε η πιο πιστή σου φιλενάδα
και το βλέμμα που μου ρίχνεις σαν περνώ.
Συμπαθείτε, γείτονές της, που ταράζω
μέσ’ στον πρώτο σας τον ύπνο, έτσι, συχνά,
τελευταία πια φορά που αναστενάζω,
συμπαθείτε, είναι καημός που δεν περνά.
Μόνο αυτή τη μαυρομάτα, την πλανεύτρα
που φωλιάζει στη δική μας γειτονιά,
να προσέξετε πολύ γιατ’ είναι κλέφτρα,
μην σας κλέψει των παιδιών σας την καρδιά.
Θα σου κάνω, μια κι απόψε, σερενάτα…
|
Tha su káno, mia ki apópse, serenáta,
gia sterní forá tha po, ap’ tin archí,
ta paráponá mu óla stin aráda,
n’ anasáni i fortoméni mu psichí.
Aporó, mu les, gia tin ipomoní su,
me variése, se skotízo, de me thes,
s’ enochlune ke ta lógia ke i foní mu,
mu to ipe i filenáda su prochtés.
Kápios ómos su girízi ta mialá su
giatí, állote zituses na su po,
káthe vrádi, káto ap’ ta paráthirá su,
me kithára, ton palió mu aftó skopó.
Me sicháthikes ki emé ke tin kantáda,
den se mélli pia gia `mé ti tha genó,
mu to ipe i pio pistí su filenáda
ke to vlémma pu mu ríchnis san pernó.
Sibathite, gitonés tis, pu tarázo
més’ ston próto sas ton ípno, étsi, sichná,
teleftea pia forá pu anastenázo,
sibathite, ine kaimós pu den perná.
Móno aftí ti mavromáta, tin planeftra
pu foliázi sti dikí mas gitoniá,
na proséksete polí giat’ ine kléftra,
min sas klépsi ton pedión sas tin kardiá.
Tha su káno, mia ki apópse, serenáta…
|