Στο μικρό μου το σπιτάκι
είχα ένα καναρινάκι,
τ’ αγαπούσα, μ’ αγαπούσε
και μου γλυκοκαλαηδούσε,
το ‘χα μες στην κάμαρά μου,
συντροφιά μου και χαρά μου.
Μα όπως το χάιδευα κάποιο πρωί
τ’ όμορφό μου καναρίνι,
πέταξε μέσα από τα χέρια μου
και μόνος έχω μείνει.
Το ξανθό μου το κανάρι,
τα χαράματα με χάρη
στο κεφάλι μου πετούσε
κι απ’ τον ύπνο με ξυπνούσε,
και με σήκωνε απ’ το στρώμα
και το τάιζα στο στόμα.
Μα όπως το χάιδευα κάποιο πρωί
τ’ όμορφό μου καναρίνι,
πέταξε μέσα από τα χέρια μου
και μόνος έχω μείνει.
Τέτοια ράτσα καναρίνι
δεν μπορεί να ξαναγίνει,
μες στα μάτια με κοιτούσε
και στο στόμα με φιλούσε,
με νανούριζε τα βράδια
με τραγούδια και με χάδια.
Μα όπως το χάιδευα κάποιο πρωί
τ’ όμορφό μου καναρίνι,
πέταξε μέσα από τα χέρια μου
και μόνος έχω μείνει.
|
Sto mikró mu to spitáki
icha éna kanarináki,
t’ agapusa, m’ agapuse
ke mu glikokalaiduse,
to ‘cha mes stin kámará mu,
sintrofiá mu ke chará mu.
Ma ópos to cháideva kápio pri
t’ ómorfó mu kanaríni,
pétakse mésa apó ta chéria mu
ke mónos écho mini.
To ksanthó mu to kanári,
ta charámata me chári
sto kefáli mu petuse
ki ap’ ton ípno me ksipnuse,
ke me síkone ap’ to stróma
ke to táiza sto stóma.
Ma ópos to cháideva kápio pri
t’ ómorfó mu kanaríni,
pétakse mésa apó ta chéria mu
ke mónos écho mini.
Tétia rátsa kanaríni
den bori na ksanagini,
mes sta mátia me kituse
ke sto stóma me filuse,
me nanurize ta vrádia
me tragudia ke me chádia.
Ma ópos to cháideva kápio pri
t’ ómorfó mu kanaríni,
pétakse mésa apó ta chéria mu
ke mónos écho mini.
|