Όταν βραδιάζει πάντα σκέφτομαι
τη δύσκολη ζωή που πέρασα.
Βαριές οι σκέψεις και με λιώνουνε
βαρύς είναι κι ουρανός.
Μες στο φλιτζάνι ο πικρός καφές
στο πέτο ένα νυχτολούλουδο.
Κάποιο γνωστό μου είδα πάλι χθες
μα δεν μπορώ να θυμηθώ.
Τραγούδι έκανε τον πόνο μου
το καναρίνι μέσ’ απ’ το κλουβί.
Ήρθε και στάθηκε στον ώμο μου
το σφύριγμα του ήσουν εσύ.
Τώρα εσένανε θυμήθηκα
κοιτάζω τη φωτογραφία σου
κοιτάζω μέσα μου μήπως σε βρω
θέλω μαζί σου να βρεθώ.
Το νυχτολούλουδο μαράθηκε
και ο καφές κι αυτός με πίκρανε
τα όνειρα τύχη δεν είχανε
εσύ τα πήρες και σκορπίσανε.
Τραγούδι έκανε τον πόνο μου
το καναρίνι μέσ’ απ’ το κλουβί.
Ήρθε και στάθηκε στον ώμο μου
το σφύριγμα του ήσουν εσύ.
|
Όtan vradiázi pánta skéftome
ti dískoli zoí pu pérasa.
Oariés i sképsis ke me liónune
varís ine ki uranós.
Mes sto flitzáni o pikrós kafés
sto péto éna nichtoluludo.
Kápio gnostó mu ida páli chthes
ma den boró na thimithó.
Tragudi ékane ton póno mu
to kanaríni més’ ap’ to kluví.
Ήrthe ke státhike ston ómo mu
to sfírigma tu ísun esí.
Tóra esénane thimíthika
kitázo ti fotografía su
kitázo mésa mu mípos se vro
thélo mazí su na vrethó.
To nichtoluludo maráthike
ke o kafés ki aftós me píkrane
ta ónira tíchi den ichane
esí ta píres ke skorpísane.
Tragudi ékane ton póno mu
to kanaríni més’ ap’ to kluví.
Ήrthe ke státhike ston ómo mu
to sfírigma tu ísun esí.
|